- εξηλεκτρισμός
- ο1. η ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε ορισμένη χώρα ή εδαφική περιοχή.2. η χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα (και όχι του ατμού ή άλλης πηγής ενέργειας) για την εντατικότερη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων μιας χώρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.